Δευτέρα 30 Ιουνίου 2014

Λεξικό νέας Ελληνικής γλώσσας


ΣύλλογοςΈνωση  προσώπων  που  συστήνεται βάσει  καταστατικού  με  συγκεκριμένη  επωνυμία, έδρα, τρόπο δράσης  και  λειτουργίας,  για  την  εξυπηρέτηση  ενός  σκοπού  ή  κοινών  συμφερόντων.
Κοινωνική ομάδα :   Σύνολο  ατόμων  στοιχειωδώς οργανωμένο  με  συνοχή,  κοινώς αποδεκτή  συμπεριφορά, που  συνήθως  αποδύονται  σε   συλλογική  δράση  για  την  από  κοινού  επίτευξη  επιδιωκόμενου  σκοπού.
Φορέας :  Το άτομο ή ομάδα  ατόμων που  έχουν  την  ευθύνη  για  την  υλοποίηση συγκεκριμένων  στόχων  και  σκοπών. (πχ  ο Σύλλογος διδασκόντων  ενός  σχολείου  αποφασίζει  για  τη  λειτουργία  του σχολείου  για  την  αποτελεσματική εκπαίδευση  των  μαθητών για  την  ασφαλή  και  υγιεινή  παρακολούθηση  των  μαθημάτων  κλπ)
Εξωραΐζω :  ομορφαίνω,  καλλωπίζω, στολίζω, εμφανίζω τις θετικές ιδιότητες  από κάτι.
Συνεταιρισμός :  Οργανισμός  του  οποίου  τα  μέλη   συνεργάζονται  για  να  βελτιώσουν  την  οικονομική  τους κατάστασή  και  καρπώνονται  τα   οφέλη,  ανάλογα  με  τη  συνεισφορά  τους  σε  αυτόν.

Καταστατικό :  έγγραφο  που  περιέχει τη  σύμβαση  με  την  οποία συστήνεται  το  νομικό  πρόσωπο βάση  της  οποίας  ρυθμίζονται  και  καθορίζονται  σημαντικά  θέματα  που  αφορούν  στη  λειτουργία  εξατομίκευση και  οργάνωση  του  Συλλόγου (νομικό πρόσωπο)